- επισπαστικός
- -ή, -ό (Α ἐπισπαστικός, -ή, -όν) [επίσπαστος]αυτός που έχει την ιδιότητα να τραβά προς τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», Στράβ.)νεοελλ.φρ. «επισπαστικά φάρμακα» — αυτά που προκαλούν επίσπαση, δηλ. τα εκδόρια, τα καταπλάσματα, τα ψυχρά επιθέματα κ.λπ.αρχ.ελκυστικός, επαγωγός («ἐπισπαστικών καὶ μεγάλων εἶναι δοκούντων τῶν προτεινομένων», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.